προσηλίαση

προσηλίαση
η, Ν
1. η έκθεση στον ήλιο, το λιάσιμο
2. αστρον. η στροφή προς τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηλιάζω. Η λ., στον λόγιο τ. προσηλίασις, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”